- κόπτεται
- κόπτωcutpres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δοξοκόπος — δοξοκόπος, ο (Α) αυτός που κόπτεται για τη δόξα, υπερβολικά φιλόδοξος … Dictionary of Greek
κόβω — και κόπτω και κόβγω και κόφτω (AM κόπτω, Μ και κόβω) 1. αφαιρώ κάτι με οξύ ή κοφτερό όργανο, αποκόπτω (α. «τού έκοψαν το πόδι» β. «κόψε μου ένα μήλο απ τη μηλιά» γ. «κεφαλήν δ ἁπαλῆς ἀπὸ δειρῆς κόψεν Ὀιλιάδης», Ομ. Ιλ. δ. «περιεσταύρωσαν αὐτοῖς… … Dictionary of Greek
ρυμοτομώ — ῥυμοτομῶ, έω, ΝΜΑ τέμνω πόλη σε ρύμες, χαράζω, διανοίγω δρόμους, σχηματίζω πλατείες, πάρκα και οικοδομικά τετράγωνα σε μια πόλη αρχ. (κατά τον Ησύχ.) «ῥυμοτομεῑται εἰς ὀρθὸν κόπτεται». [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥύμη «στενή οδός» + τομῶ (< τόμος < τόμος … Dictionary of Greek